- δολομήτης
- δολο-μήτης and δολόμητις, voc. δολομῆτα: crafty, wily.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
δολομήτης — δολομήτης, ο και δολόμητις, ο, η (Α) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πανούργα, πονηρή σκέψη, δολερός 2. φρ. «δολόμητις ἀπάτα» δόλια απάτη … Dictionary of Greek
δολομήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολομῆτα — δολομήτης masc voc sg δολομήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολομήτιδες — δολομήτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολομήτου — δολομήτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολόμητι — δολομήτης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολόμητιν — δολομήτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολόμητις — δολομήτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολομήτεω — δολομήτεω̆ , δολομήτης masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)